«Ποιος βγάζει από το ψάρι τα σπάραχνα,/ Και φιλάνθρωπα το ξαναρίχνει στο νερό;» Δήμητρα Χριστοδούλου

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

Μικρό Αφιέρωμα των μαθητών της Β΄ Γυμνασίου στην Ευγενία Φακίνου

Συνέντευξη της Ευγενίας Φακίνου στους μαθητές του 59ου Γυμνασίου

Κυρία Φακίνου…

- Όταν πηγαίνατε Γυμνάσιο ήσασταν καλή μαθήτρια;

Ήμουν μια καλή μαθήτρια, λίγο άνιση επειδή δυσκολευόμουν στα μαθηματικά.

- Ποια μαθήματα σας άρεσαν περισσότερο;

Προτιμούσα τα φιλολογικά και ήμουν πολύ τυχερή επειδή είχα μια εξαιρετική φιλόλογο, η οποία φρόντισε να μας διδάξει σε βάθος τους παλαιούς Έλληνες συγγραφείς.

- Ποια ήταν η σχέση σας με τη λογοτεχνία στα μαθητικά σας χρόνια;

Από τη δανειστική βιβλιοθήκη του 6ου Γυμνασίου είχαμε πρόσβαση σε καλά βιβλία, όμως διάβασα τους κλασσικούς ξένους συγγραφείς από τα φτηνά χαρτόδετα βιβλία που πουλούσαν –τότε- τα περίπτερα. Το διάβασμα ήταν η μοναδική ψυχαγωγία μου.

- Από μικρή ονειρευόσασταν να γίνετε συγγραφέας;

Ούτε που μου είχε περάσει από το μυαλό ότι κάποτε θα έγραφα. Ήμουν καλή στο σχέδιο, άλλωστε αυτές ήταν οι αρχικές μου σπουδές. Είχα εξειδικευτεί στην εικονογράφηση παιδικών βιβλίων.

- Πώς πρωτοαρχίσατε να γράφετε;

Έγραψα το 1975 την Ντενεκεδούπολη, αρχικά για το κουκλοθέατρο και μετά για παιδικό βιβλίο με δική μου εικονογράφηση. Το πρώτο μου μυθιστόρημα ήταν η Αστραδενή το 1982.

- Από πού εμπνέεστε για να γράψετε; Αλήθεια, υπάρχει έμπνευση; Και τι ακριβώς είναι;

Η έμπνευση είναι κάτι στιγμιαίο, μια φωτεινή ιδέα. Μετά έρχεται η μυθοπλασία, η επεξεργασία, η  οργάνωση των σκηνών, η ανάλυση και ύστερα η σύνθεση των χαρακτήρων. Κάτι που απαιτεί αυτοσυγκέντρωση και πειθαρχία.

- Σε ποιες συνθήκες γράφετε; (π.χ. σε ηρεμία, απομόνωση κτλ.)

Γράφω χαράματα, κατά τις τέσσερις το πρωί, επειδή έχω την ψευδαίσθηση ότι είμαι μόνη όχι απλώς στο σπίτι αλλά στον κόσμο ολόκληρο.

- Γιατί γράφετε;

Γράφω επειδή δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Είναι τόσο απλό.

- Ποιο βιβλίο σας αναφέρεται περισσότερο στη ζωή σας;

Αν εξαιρέσω το «Έρως, Θέρος, Πόλεμος» που είναι η μυθιστορηματική – άρα και ως ένα σημείο μυθοπλαστική- ζωή της μητέρας μου, δεν αυτοβιογραφούμαι. Ασφαλώς «δανείζω» σε κάποιους ήρωες στοιχεία από τη ζωή μου αλλά μέχρις εκεί.


- Έχετε δεχτεί ποτέ αρνητική κριτική για τη δουλειά σας; Αν ναι, πώς την αντιμετωπίσατε;

Βεβαίως έχω δεχτεί και αρνητική κριτική. Αν αυτή είναι αντικειμενική, θα τη λάβω σοβαρά υπ’ όψη μου. Και μπορεί να είναι χρήσιμη.


- Σε πόσο χρόνο περίπου ολοκληρώνετε τη συγγραφή ενός βιβλίου;

Συνήθως χρειάζομαι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα για να σκεφτώ και να φανταστώ το θέμα που με απασχολεί. Όταν αισθανθώ «έτοιμη» για γράψιμο, κλείνομαι για έξη με εφτά μήνες και γράφω κάθε μέρα για πέντε ώρες. Κι όταν λέω κλείνομαι, το εννοώ. Είναι ζήτημα αν βγαίνω από το σπίτι μου μερικές φορές. Γράφω με την αφοσίωση ενός μοναχού.


- Τι σας αρέσει να κάνετε στον ελεύθερο χρόνο σας;

Όταν δε γράφω, πλέκω, κεντάω, ασχολούμαι με τα φυτά μου. Και βέβαια κάνω όλες τις δουλειές που κάνουν συνήθως οι μητέρες.

- Τέλος, ποια είναι η συμβουλή που θα θέλατε να δώσετε στα νέα παιδιά για το μέλλον τους αλλά και ειδικότερα σε μικρούς επίδοξους συγγραφείς;

Η μοναδική συμβουλή που θα έδινα σε όποιον ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας είναι μία και πολύ απλή: διαρκές διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων. Όλων των ειδών, κι όχι μόνο αυτών που του αρέσουν.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου



Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953 και κατάγεται από την Πάτρα. Σπούδασε Νομικά και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Το 1974 ήταν η πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα με την ποιητική συλλογή Τα άλογα του μυροβλήτου και έκτοτε έχει εκδώσει άλλες δέκα ποιητικές συλλογές, ένα βιβλίο με πεζά κείμενα και δύο με μεταφράσεις αρχαίων Ελλήνων λυρικών ποιητών. Το 2008 βραβεύθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική της συλλογή Λιμός. Ποίησή της έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Εργογραφία Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου


Ποίηση

·         Τα άλογα του μυροβλήτου, 1974
·         Ηγησώ, Κείμενα 1979
·         Χώμα, Κέδρος 1985
·         Η προσευχή του αναιδούς, Καστανιώτης 1991
·         Το κυπαρίσσι των εργατικών, Καστανιώτης 1995
·         Φορτίο, Καστανιώτης 1997
·         Προς τα κάτω, Νεφέλη 1999
·         Ελάχιστα πριν, Νεφέλη 2005
·         Λιμός, Νεφέλη 2007
·         Πώς Αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, Πατάκης 2010
·         Ο τρόμος ως απλή μηχανή, Πατάκης 2012

Πεζογραφία (Συλλογή διηγημάτων)

Ακτή στο φως του χειμώνα, Καστανιώτης 1996

Μεταφράσεις

Πιο Μουσική απ' τη Μουσική.  Μικρό Λυρικό Ανθολόγιο (Αρχίλοχος, Καλλίνος, Τυρταίος, Σόλων, Θέογνης, Μίμνερμος, Αλκμάν, Σαπφώ, Αλκαίος, Ανακρέων, Ίβυκος, Σιμωνίδης, Πίνδαρος, Βακχυλίδης, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης), Νεφέλη 2010
Πινδάρου, Ολυμπιόνικοι, μετάφραση (συλλογικό έργο), Αθήνα, εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, Εταιρεία Συγγραφέων 2008

Το δεκαεξασέλιδό μας

για την ποιήτρια Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, Ο επαίτης

Το βίντεο από το μαθητή της Β΄ Γυμνασίου Ερρίκο Κουμουτσέα

Δήμητρα X. Χριστοδούλου, Ευρυδίκη


Σέρνεται σαν χαμένη ευκαιρία
Η τελευταία ώρα του απογεύματος.

Τέλος, το παίρνει απόφαση. Φεύγει.

Τρέμω μη στραφεί να δει πίσω της
Και μείνω εδώ για πάντα
Με φανερή ακόμη την ταπείνωση
Και χωρίς την προστασία της νύχτας.
 Ελάχιστα πριν, 2005

Ζωγραφικό έργο τεχνοτροπίας μάνγκα, της μαθήτριας του Β3 Ιουλίας Προντάνικ, εμπνευσμένο από το ποίημα της Δήμητρας Χριστοδούλου  «Ευρυδίκη». Μέσα στα μάτια της Ευρυδίκης με το απλωμένο χέρι ευδιάκριτη η μορφή του Ορφέα...

Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου απαντά σε ερωτήσεις των μαθητών μας


Κυρία Χριστοδούλου...

-         Θυμάστε ποιο ήταν το πρώτο σας ποίημα και τι σας το ενέπνευσε;
Ήταν ένα ποίημα για ένα σκυλάκι και ένα γατάκι, το σκάρωσα στην α΄δημοτικού. Σκυλιά , γατιά δεν είχαμε στο σπίτι, εγώ, όμως, είχα λίγο πυρετό…
-        Θέλατε από μικρή να γίνετε ποιήτρια; Ποια ήταν η σχέση σας με τη λογοτεχνία στην παιδική και στην εφηβική ηλικία;
Μικρή ήθελα απλώς να γίνω μεγάλη. Ο πατέρας μου πάντως κουβαλούσε βιβλία στο σπίτι και συχνά μας διάβαζε ο ίδιος με τη φωνή τενόρου που διέθετε…
-        Υπήρξε κάποιος από το οικογενειακό ή το σχολικό σας περιβάλλον που σας ενθάρρυνε να ασχοληθείτε με την ποίηση;
Α, μπα… Το αντιμετώπιζαν μάλλον σαν μια παιδική χαριτωμενιά και δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Ευτυχώς! Γιατί άρχισα εγκαίρως να κρύβω πράγματα από τους μεγάλους.
-         Ποια ανάγκη σας ωθεί να γράψετε ποίηση; Αναγνωρισιμότητα, δόξα, υστεροφημία: αποτελούν κίνητρα, για να γίνει κανείς ποητής;
Ας πούμε πως βλέπετε το καλοκαίρι στη θάλασσα ένα παιδί να χτυπά τα χέρια και τα πόδια του στο νερό, να γελάει, να φωνάζει, να κάνει βουτιές, να παίζει με κάθε τρόπο με το νερό. Γιατί το κάνει;  Γιατί είναι ευτυχισμένο μέσα στο νερό. Γιατί όλο του το σώμα και όλη του η ψυχή απολαμβάνει το νερό. Ε, κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Νιώθει κανείς ευτυχισμένος μέσα σ’ αυτό, στην ποίηση, το απολαμβάνει ολόκληρος να κολυμπάει μέσα στις λέξεις. Έξω απ’ αυτό, «στεγνώνει», είναι «άλλος». Αυτό είναι όλο.  Αν πάντως κάποιος βάλει στοίχημα ότι θα γίνει ένας κακός ποιητής , μπορεί να έχει ως κίνητρο την αναγνωρισιμότητα ή τη δόξα.

-         Κατά πόσο τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας σήμερα επηρεάζουν την ποιητική σας δημιουργία; Θα πρέπει γενικότερα η ποίηση να ασχολείται με τα κοινωνικά προβλήματα;
‘Όταν κάνει κρύο, τι ρούχα θα φορέσετε; Όταν κάνει ζέστη; Η τέχνη δεν είναι παρά μια συμπεριφορά της ψυχής απολύτως ανάλογη προς τις περιστάσεις που ζούμε.
-         Με την ποίησή σας θα θέλατε να αλλάξετε τις ιδέες και τα πιστεύω των ανθρώπων; Γενικότερα ποιοι είναι οι ποιητικοί σας στόχοι;
Μια μεγάλη Ρωσίδα ποιήτρια, η  Άννα Αχμάτοβα, καθόταν κάποτε τρεις ώρες στην ουρά μες στο χιόνι ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους συμπολίτες της, για να μπορέσει να επισκεφτεί ένα αγαπημένο της πρόσωπο στη φυλακή. Μια άλλη γυναίκα δίπλα της, που ήξερε πως είναι ποιήτρια, τη ρώτησε: Μπορείτε να το εκφράσετε με λόγια αυτό; Η  Αχμάτοβα απάντησε: Μπορώ. Αυτό το «μπορώ» είναι το μόνο πραγματικό καθήκον του ποιητή απέναντι στους συνανθρώπους του. Αυτός είναι και ο πιο παθιασμένος του ποιητικός στόχος.
-         Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στη ζωή σας η ποίηση;
Έχω απαντήσει ήδη, νομίζω, πάνω κάτω…
-        Ποια είναι η γνώμη σας για τον εορτασμό της «Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης»;
Α, δεν είναι δα και κάτι σπουδαίο… Υπάρχουν παγκόσμιες ημέρες για χίλια δυο πράγματα. Είναι καλό να έχουμε μια επικοινωνία με την ομορφιά κάθε μέρα…
-         Ποιο ρόλο έπαιξε η επαγγελματική σας ιδιότητα ως φιλολόγου στην ποιητική σας πορεία;
Όλοι κάνουν μια δουλειά για να ζήσουν. Είναι τυχεροί αν είναι και όμορφη δουλειά,  βέβαια.
-         Πώς αξιοποιείτε τον ελεύθερο χρόνο σας εκτός από την ενασχόληση με την ποιητική δημιουργία;
Θέατρο, θέατρο και θέατρο… Με ερασιτεχνικές ομάδες… Περνάμε υπέροχα!
-         Θεωρείτε ότι χρειάζονται ειδικές γνώσεις, για να γίνει κανείς ποιητής; Αν ναι, ποιες;
Ο ζωγράφος; Ο χορευτής; Ο συνθέτης; Ο τραγουδιστής; Ο ηθοποιός; Δεν χρειάζονται γνώσεις;;; Φτάνουν οι γνώσεις για να τραγουδήσεις καλά, αν είσαι… ψάρι;
-         Έχετε πειραματιστεί ποτέ με τα μέσα της παραδοσιακής ποίησης ή γράφετε μόνο ελεύθερο στίχο;
Δεν μ’ ενδιέφερε ποτέ η ρίμα. Μ’ ενδιαφέρει η μουσικότητα…
-         Υπάρχουν κάποια ποιήματα ή ποιητικές συλλογές σας που αγαπάτε περισσότερο; Ποια είναι η γνώμη σας σήμερα για το ποίημα « Για ένα παιδί που κοιμάται»;
Η πιο αγαπημένη μου συλλογή έχει τον …αγριευτικό τίτλο  «Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι». Όσο για το συγκεκριμένο ποίημα, χαμογελώ με την καλή του τύχη…
-         Πώς εμπνευστήκατε το συγκεκριμένο ποίημα;
Μα έβλεπα τι γινόταν στα φανάρια…
-         Ποιες είναι γενικότερα οι πηγές έμπνευσής σας;
Κάθε τι που με αναστατώνει.
-         Ποιοι ποιητές είναι οι αγαπημένοι σας;
Η Αμερικανίδα ‘Εμιλυ Ντίκινσον και ο Περουβιανός Σεσαρ Βαγιέχο είναι οι άγιοί μου. Και ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης φυσικά. Και ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός, αν και πεζογράφοι.
-         Ποια μέσα χρησιμοποιείτε, για να γράψετε ποιήματα (υπολογιστή, χαρτί με μολύβι) και κατά πόσο επηρεάζουν αυτά τη γραφή σας;
Ό, τι βρεθεί μπροστά μου, με σταθερή προτίμηση στα τετράδια και στα πενάκια.
-         Πόση ώρα σας απορροφά η «γέννηση» ενός ποιήματος; Το γράφετε συνήθως «μια κι έξω» ή «το βασανίζετε» πολύ, μέχρι  να πάρει την οριστική του μορφή;
Όλα μπορούν να συμβούν…
-         Ενθαρρύνετε νέα παιδιά να γράφουν ποιήματα; Κι αν ναι, τι συμβουλές τους δίνετε;
Τα παιδιά ας διαβάζουν ποίηση. Ας διαβάζουν. Και αν κάποιο θελήσει να γράψει, θα βρει το δρόμο του.
-         Ποια ήταν η πιο εντυπωσιακή ποιητική εμπειρία που δοκιμάσατε ως τώρα;
Οι ομίχλες στο Πήλιο.
-         Πιστεύετε πως η ποίησή σας θα συνεχίσει να διαβάζεται στο μέλλον;
Θα ήθελα να γράφω όλο και καλύτερα. Δεν τολμώ να σκεφτώ κάτι άλλο.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Μερικές εντυπώσεις των μαθητών μας από το ποίημα «Για ένα παιδί που κοιμάται»

Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο. 
Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο, 
Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες, 
Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες 
Τον ύπνο του μικρού. 
Στριμωγμένος 
Κοντά στη σκάρα του ατμού, 
Με του αδερφού του το παλτό σκεπασμένος 
Ξεκουράζεται. 
Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια 
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το κόκκινο. 
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη αγανάκτηση. 
Περιμένει το επόμενο φανάρι. 
Τίμια κερδίζει έτσι το ψωμί 
Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα, 
Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί μέσα. 

Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του, 
Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω του 
Γυναίκειο μαντίλι για το κρύο, 
Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα 
Μόλις θυμάται. 
Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του, 
Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα. 
Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας, 
Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου 
Ενός ανίκητου στρατηλάτη, 
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη, 

Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη. 
Καμιά φορά πιο εγκάρδια 
Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας, 
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό.



«Είναι ένα όμορφο ποίημα.Περιέχει πολλά εκφραστικά μέσα και γενικά μας προκαλεί συγκίνηση. Το συγκεκριμένο ποίημα μας έκανε να αγαπήσουμε περισσότερο την ποίηση, αφού εκφράζει τον αληθινό κόσμο και τα προβλήματα που υπάρχουν σ’ αυτόν. Μας προβληματίζει και μας παρακινεί να πάρουμε θέση ώστε να λυθούν τα κοινωνικά προβλήματα στα οποία αναφέρεται. Κάνει τη φαντασία μας να δουλέψει και να φανταστούμε τη σκληρή πραγματικότητα» .



«Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι το ποίημα της κυρίας Χριστοδούλου είναι κάτι το ιδιαίτερο, το διαφορετικό, διότι μας βοήθησε να ευαισθητοποιηθούμε  κοινωνικά.  Περνάει ένα μήνυμα για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ξένη χώρα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον κι ελπίζοντας για το αύριο.
Είναι αρκετά ρεαλιστικό, με έντονες εικόνες από τη σκληρή ζωή ενός παιδιού-μετανάστη που είναι αβοήθητο στον κόσμο » .



«Είναι ένα πρωτότυπο ποίημα που δεν υπάρχει όμοιό του. Οι εντυπώσεις που αφήνει είναι πολύ συγκινητικές. Ο ήρωας είναι ένα παιδί της ηλικίας μας κι ενώ εμείς ανυπομονούμε να τελειώσουν τα σχολεία, εκείνος είναι αφοσιωμένος στη δουλειά του. Μέσα από το ποίημα κατάλαβα πως η κυρία Χριστοδούλου είναι μια ευαίσθητη γυναίκα με έντονο το αίσθημα της λύπης για τα μικρά παιδιά που αντί να διδάσκονται γράμματα, δουλεύουν για το φαγητό τους».



«Το ποίημα αυτό ακούμπησε τις καρδιές μας. Με αυτό το ποίημα η κυρία Χριστοδούλου μας έκανε να αγαπήσουμε την ποίηση. Έχουμε διαβάσει κι άλλα ποιήματά της που αγαπήσαμε εξίσου...»


«Κατά τη γνώμη μου αυτό το ποίημα θα έπρεπε να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση για άλλα ποιήματα και να μπει στο αντίστοιχο σχολικό βιβλίο λογοτεχνίας άλλων χωρών, έτσι ώστε να διαβαστεί από πολύ περισσότερα παιδιά παγκοσμίως».

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Εντυπώσεις μαθητών από την επίσκεψη της Δήμητρας Χριστοδούλου στο σχολείο μας



*
Κατά την άποψή μου ήταν μια πολύ ωραία εκδήλωση. Η κυρία Χριστοδούλου απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που της τέθηκαν και μέσα από τις απαντήσεις φάνηκε πόσο δημιουργικός και πνευματικός άνθρωπος είναι, ενώ ταυτοχρόνως μάθαμε πολλά για την ποίηση και μας έδωσε να καταλάβουμε την πραγματική αξία της ομορφιάς και το ρόλο που παίζει στην καθημερινή μας ζωή. Πολλές από τις απαντήσεις πραγματικά με άγγιξαν και μ’  έβαλαν σε περισυλλογή. Είχα μάλιστα την τιμή να διαβάσω ένα από τα ποιήματά της μαζί με την ποιήτρια. Δεν θα ξεχάσω αυτήν την εκδήλωση·  μ’ έκανε να σκεφτώ διαφορετικά.

Μαρία Καραστέργιου Β2

*
Η εκδήλωση ήταν πολύ επιτυχημένη κατά τη γνώμη μου · σε αυτό συντέλεσαν τα παιδιά που φέρθηκαν πολύ ώριμα και φυσικά η ίδια η ποιήτρια που κατάφερε να χαλαρώσει και να ευχαριστήσει τα παιδιά με τη στάση της.
Αρχικά σκεφτόμουν ότι μάλλον αυτή η εκδήλωση θα ήταν μια πληκτική ομιλία, με ρομποτικές ερωτήσεις και απαντήσεις από μια μεγάλης ηλικίας γυναίκα που θα μου δημιουργούσε έναν φοβερό πονοκέφαλο για το υπόλοιπο της ημέρας· όμως ευτυχώς ήμουν λάθος. Η γυναίκα αυτή στη διάρκεια της εκδήλωσης μου φαινόταν πολύ πιο νέα και λαμπερή από κάθε άλλο άτομο σ’ εκείνη τη μικρή, παραμελημένη αίθουσα που ήταν γεμάτη εφήβους…

Βασιλική-Μαρία Κιθαρατζή-Αντωνιάδου Β2

*
Η εκδήλωση με αφορμή  την παγκόσμια ημέρα ποίησης και με προσκεκλημένη την ποιήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου ήταν μια ασύλληπτη εμπειρία. Ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ ότι μια ποιήτρια της οποίας το ποίημα είχαμε επεξεργαστεί στην τάξη θα ερχόταν στο σχολείο.
Αυτό όμως που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση είναι η συνεργασία της με τα παιδιά. Πιστεύω ότι η ίδια είχε διάθεση και φυσικά αντοχή ώστε να απαντήσει σε όλους μας ανεξαιρέτως, καλύπτοντας τις απορίες που είχαμε.
Μέσα από το χρόνο που αφιερώσαμε εκείνη δεν ήθελε να προβληθεί μέσα από αυτό, αλλά άφησε τα παιδιά  να εκφραστούν χωρίς να προσπαθεί να ξεφύγει από κάποια ερώτηση.
Στο τέλος, ακόμη κι η ίδια ήταν έκπληκτη κι εντυπωσιασμένη από την ησυχία που επικρατούσε.

Θεοδώρου Απόλλωνας Β2
*
Η κυρία Χριστοδούλου όταν ήρθε στο σχολείο μας ήταν σαν να μας ήξερε όλους από πολύ καιρό. Μας μίλαγε με γλυκό τρόπο, σαν να ήμασταν παιδιά της και με τις απαντήσεις της μας έκανε σχεδόν όλους να δούμε την ποίηση αλλιώς και να την αγαπήσουμε.
Φαμπρίκατζη Ελένη Β4

*
Η κυρία Χριστοδούλου δεν είναι μια σοβαροφανής ποιήτρια όπως θα τη φανταζόταν κάποιος μέσα από τα ποιήματά της. Αντιθέτως, είναι μια « τρελή» κυρία που της άρεσε από μικρή να γράφει ποιήματα. Επίσης αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν οι απαντήσεις που μας έδινε. Η καθεμιά από αυτές περιείχε παραδείγματα τα οποία έκαναν την απάντηση πιο κατανοητή

Τσαγιάννη Ελένη Β4

*
Η κυρία Χριστοδούλου μάλλον λόγω του επαγγέλματός της ένιωσε γρήγορα άνετα μαζί μας, κάτι που μας εξέπληξε θετικά. Έτσι μας ώθησε να κάνουμε ακόμα πιο πολλές ερωτήσεις, δημιουργώντας μια ευχάριστη ατμόσφαιρα. Όμως μεγαλύτερο ενθουσιασμό μου προκάλεσαν οι απαντήσεις της που με τη χρήση παραδειγμάτων γίνονταν πιο κατανοητές. Η κυρία Χριστοδούλου εκτός από αυτά που ήδη ανέφερα, χρησιμοποιούσε πολλές κινήσεις δίνοντας μια θεατρικότητα στο λόγο της.

Ουρανία Φρατζεσκάκη Β4
*
Μέσω των απαντήσεων της κυρίας Χριστοδούλου μπόρεσα να κατανοήσω πιο εύκολα τα κίνητρα των ποιητών να γράψουν ένα ποίημα. · αυτά είναι η καθημερινή τους ζωή και τα προβλήματα της κοινωνίας.
Η κυρία Χριστοδούλου είναι ένας απλός άνθρωπος που εκφράζεται με τρόπο κατανοητό κι έτσι βοηθά τα παιδιά να προσεγγίσουν το δύσκολο αυτό κομμάτι της λογοτεχνίας, την ποίηση.

Μυρέλα Συνιώρη Β4

*
Με την εκδήλωση που διοργάνωσε το σχολείο μας για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, με προσκεκλημένη την κυρία Χριστοδούλου, οι περισσότεροι από τους μαθητές έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μπόρεσαν να βρεθούν πιο κοντά στην ποίηση. Προσωπικά η οικειότητα που είχε με τα παιδιά και οι απαντήσεις της ποιήτριας στις ερωτήσεις μας, που ήταν πλήρως κατανοητές κι ενδιαφέρουσες, ήταν κάτι που με εξέπληξε σε μεγάλο βαθμό.
Με τον τρόπο που μιλούσε και με όσα μας είπε, κατάλαβα ότι η ποίηση δεν είναι κάτι αφηρημένο και ακατανόητο, αλλά εκφράζει ένα κοινό αίσθημα που βιώνουν πολλοί άνθρωποι κι έτσι μπορούν να εκφραστούν και μερικές φορές να ενθαρρυνθούν.

Χωριανοπούλου Σοφία Β4


Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Κριτικές στο έργο της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου


Από τις χαρακτηριστικές και διακριτές φωνές της γενιάς του ΄70. Γερής στόφας ποιήτρια, κτίζει από συλλογή σε συλλογή το ιδιόμορφο ποιητικό της σύμπαν προσπαθώντας να διασώσει μέσα από στέρεα και άκρως θελκτικά λεκτικά αρχιτεκτονήματα ένα ίχνος ομορφιάς. Η κριτική λανθασμένα θεωρεί την ποίησή της «φυσιολατρική». Αν και στις πρώτες της συλλογές υπάρχει έντονη παρουσία του φυσικού στοιχείου, αυτό λειτουργεί μάλλον ως «σκηνικό» που υπογραμμίζει την απουσία αυθεντικού νοήματος. Οι άνθρωποι κινούνται, όπως οι μαριονέτες του Κλάιστ, σ΄ ένα αρμονικό και εκθαμβωτικό στη λάμψη του φυσικό περιβάλλον, το οποίο, ωστόσο, μεταβάλλεται διαρκώς, παραμένοντας αδιάφορο στις προθέσεις και τις ανάγκες τους. Η πορεία της στα γράμματα δείχνει ένα πνεύμα που καθώς αλλάζει και ωριμάζει μες στον χρόνο αποδέχεται με στωικότητα και τόλμη, αλλά και χιούμορ και αυτοσαρκασμό, την περιχαράκωσή του και την αδυνατότητα κάποιας ηρωικής εξόδου από αυτήν την πλαστή συνθήκη. Το μόνο που απομένει είναι η ποιότητα της συγκίνησης και η προσπάθεια να κρυσταλλωθεί μέσα σε γλώσσα απέριττη και διαυγή, με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες. Η ποίηση για τη Χριστοδούλου, σε αντίθεση με τη ζωή, είναι μαγεία απαλλαγμένη από το ψέμα ότι είναι αλήθεια.

Χάρης Βλαβιανός
ΣΤΙΧΟ-ΜΥΘΙΕΣ


Δήμητρα Χριστοδούλου, Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, Πατάκης 2010
Υπαρξιακό μειδίαμα
Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, ένα ερώτημα χωρίς ερωτηματικό, μας εισάγει απρόοπτα στη δέκατη συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου (γ. 1953), τρία χρόνια έπειτα από τον Λιμό που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Το βιβλίο αποτελείται από δύο ενότητες: α) εξήντα έξι ολιγόστιχα ποιήματα με τον τίτλο «Πώς σώθηκε ο Νάρκισσος» και β) «Η υπερηφάνεια των κληροδοτών», που απαρτίζεται από σύντομες αφηγήσεις, «πεζόμορφα ποιήματα», όπως τα χαρακτηρίζει η ίδια.

Συλλαμβάνοντας «την ύπαρξη μας/ ως μια εκδοχή ηρωισμού», παρατάσσεται απέναντι στο σύμπαν και διαλέγεται ψύχραιμα μαζί του. Μέσα στο κλειστοφοβικό περιβάλλον που πλάθει, ένα απέραντο εσωτερικό πεδίο ανοίγεται και καταγράφεται με ποιητική τόλμη και διαύγεια.
Από τη νύχτα, έναστρη ή θεοσκότεινη, στο μεταφυσικά απογειωμένο οικιακό περιβάλλον και στους δείκτες του εσωτερικού χρόνου, η ποίηση της Χριστοδούλου, φιλοσοφική στην ουσία της, καταβυθίζεται στον πυρήνα της ύπαρξης. Δεν παύει όμως να ενυπάρχει στον προβληματισμό της και μια ιστορική, υπόγεια πολιτική, διάσταση.
Ο θάνατος, η ασθένεια και η μνήμη γίνονται τα θέματά της˙ σμίλη με την οποία χαράσσουν βαθιές τις γραμμές τους επάνω στο κειμενικό σώμα η σκέψη, το βλέμμα και ο λόγος. Η εναργής παρατήρηση της ποιητικής έκφρασης εμπλουτίζεται καταλυτικά από τον διαβρωτικό σαρκασμό και το ευχάριστο ξάφνιασμα.
Με κατακτημένη πλέον την ακρίβεια, την ωριμότητα και τη δωρικής αυστηρότητας αισθητική, καλλιεργεί ένα ύφος ψυχρό και νηφάλιο, μια γλώσσα που είναι συγχρόνως αποστασιοποιημένη αλλά και απόλυτα συμμέτοχη. Ζωντανό το ιδίωμά της, συνδυάζει με αποτελεσματικό τρόπο στοιχεία από τη λόγια και την καθομιλουμένη.
Αυτενεργός και αυτεξούσιος ποιητικός οργανισμός, μας αφήνει τελικά την αίσθηση ότι καθένα από τα ολιγόστιχα ποιήματα θα μπορούσε και να αποτελεί θραύσμα, σπάραγμα μιας εκτενέστερης αφήγησης. Ο διακειμενικός διάλογος ενσωματώνεται ως συστατικό στοιχείο της γραφής, επεκτείνεται πέρα και από την ποίηση, στην επικράτεια ενός μινιμαλιστικού μοντερνισμού που συναντά τον μαγικό ρεαλισμό.
Εδώ, σε αυτή την «πραγματικότητα», η έκλαμψη μοιάζει κεκτημένο και όχι ζητούμενο, η ταπεινότητα είναι αλήθεια και όχι προσωπείο˙ ατίθαση και ακατάβλητη, επίμονα -και επίπονα- χαμογελαστή εν μέσω απελπισίας, η Χριστοδούλου φτάνει στην τελική της κατάφαση, μιλώντας για το δράμα της ύπαρξης: να είναι τραγωδία το δράμα αυτό ή μήπως κωμωδία;


Αναδημοσίευση από το e- poema 


 Του Γιώργου Βέη
«Ένας άνθρωπος θα πάλευε όλη του τη ζωή για να μη συρθεί μες στις φλόγες. Αυτό δεν είναι επαγωγή. Είναι τρόμος. Δηλαδή, με άλλα λόγια, μέρος της ουσίας της πίστης». Λούντβιχ Βιττγκενστάιν*

Παραθέτω το χαρακτηριστικότερο ίσως ποίημα από το τελευταίο βιβλίο της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου με τίτλο «Η απλότητα του τρόμου»:
«Είναι απλό: Δεν σε πεθαίνει ο τρόμος. / Ο τρόμος μόνο σε ξεγεννάει. / Βγάζει το φίδι απ’ την κοιλιά σου. / Ο μαιευτήρας σού χαμογελά, / Που ζεις μια τέτοια αιθέρια νύχτα / Είναι απλό: Ο τρόμος δεν σε ταπεινώνει. / Σε αίρει στο ύψος των περιστάσεων. / Απλώς πατάς πάνω στον εαυτό σου. / Ο τρόμος δεν επείγεται. Σε περιμένει. /Μπορείς, σκεπτόμενος, να διαφύγεις./ Απλώς δεν μπορείς να σκεφτείς./ Στον τρόμο ένα κι ένα κάνουν δύο./ Απλώς δεν βρίσκεις το πρώτο και το δεύτερο: / Τη στιγμή αυτή ο ένας σε ψάχνει / Κι ο δεύτερος του φανερώνει τη θέση σου. / Ο τρόμος προνοεί. Είναι ψύχραιμος. / Εξάλλου ξέρετε κι οι δυο τι θα αξιώσει. / Πίνει ακόμη μια γουλιά απ’ τον καφέ του / Κι απλώς σηκώνει τα μάτια του πάνω σου. / Είναι απλό: Η φωνή του αέρα, / Οι ψίθυροι οι σοφοί των ερειπίων, / Το κουρέλι από την υγρασία που απομένει / Σε κάποια σκιερή γωνιά του πυρετού, / Όλα γλιστράνε μέσα στο φρεάτιο. /Ο ήλιος βάζει το δάχτυλό του στο τζάμι / Και κάνεις τη βουτιά. Αυτό ήταν. Θα δεις τώρα / Σε όλη την απλότητά του τον τρόμο». Η επάρκεια των σημασιολογικών σχηματισμών, οι μελετημένοι εσωτερικοί ρυθμοί και η δυναμική χρήση του στοιχείου της μεταφοράς υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, την άρτια ολοκλήρωση του πρωταρχικού ποιητικού σχεδιασμού. Η στρατηγική του αιφνιδιασμού, σε συνδυασμό μάλιστα με την ισομερή ανάπτυξη του δεδομένου ποιητικού ζητήματος, αποδίδει και πάλι καρπούς. Το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό μόρφωμα διακρίνεται για τόσο για την καθαρότητα του διαβιβαζομένου εννοιολογικού φορτίου, όσο και την πρωτοτυπία της διάρθρωσής του. Άλλωστε, όπως υποστήριξε και ο κριτικός λογοτεχνίας Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, αυτό κατορθώνεται, μεταξύ άλλων, «με λέξεις που έχουν καταλήξει σε ατόφιο κρύσταλλο ή σε κοφτερό γυαλί, με εικόνες που συνταιριάζουν τα ετερογενή και τα ανόμοια ψηφία τους δίχως να διαταράσσουν τη βαθύτερη ενότητά τους (γεγονός το οποίο ενισχύει την αίσθηση του παραλογισμού), με πρόσωπα που κινούνται ανάμεσα στην ψευδαίσθηση, το όνειρο και το παραμύθι, με ποιητικές ιστορίες που φτάνουν στο τέρμα έχοντας τινάξει στο αέρα την αφετηρία τους, όπως και με μιαν υποβλητική εκφορά δωματίου» (Βλ. εφ. «Ελευθεροτυπία», 31 Ιουλίου 2010).
Το κλίμα ψυχής στον Τρόμο ως απλή μηχανή παραπέμπει τόσο στις τρέχουσες γνωστές συνισταμένες της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, όσο και στη γενικότερη συνθήκη ζωής, όπως βιώνεται όταν οι σχέσεις μεταξύ διοικούντων και διοικουμένων παρουσιάζουν εκασταχού εκάστοτε μείζονα προβλήματα ηθικής τάξης, δικαίου συνύπαρξης, εξουσιαστικού εκφυλισμού και ραγδαίας ανθρωπιστικής υποτίμησης. Εξ ου και η ρητή αποκαθήλωση που ακολουθεί: «Δώστε του λίγο χρόνο! Τραυλίζει / Αλλά πετάνε φλόγες τα μάτια του. / Ή άυπνος είναι ή τρελός / Ή ήτανε μπροστά και τα είδε όλα. / Μην τον φοβάστε τόσο, μη βιάζεστε! / Λαχάνιασε, του πήρε ώρα / Να σκαρφαλώσει από την κοιλιά ως τ’ αυτιά σας. / Κρόταλα ασύλου, στρίγγλισμα τροχών, / Τι να την κάνεις πια την ευγλωττία…». Πρόκειται για το ποίημα «Ο ρήτορας», ο οποίος υπενθυμίζει με τη σειρά του ανάλογα πάθη, ανάλογες αποτιμήσεις κι ανάλογες διαψεύσεις παλαιοτέρων περιστάσεων του ημετέρου και όχι μόνον συλλογικού βίου. Παραθέτω τα εξής για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Ο Μέγας ρήτορας, κοροϊδευτής, στο βήμα, / βρήκε την κρύπτη του θεριού, έτσι τους δήλωσε. / Όλοι φέραν το χέρι ξαφνικά / οπλισμένο στο μέρος της καρδιάς τους, / αλλά κείνος τους έγνεψε μη, / πριν γεννηθεί ο θηριοκλάστης. / Τότε οι πολίτες ένιωσαν βαρειά / τη μοίρα που γέννησε ο λόγος / κ΄ έπεσαν μπρούμυτα κι άρχισαν να περπατούν / με χέρια και με πόδια, / να ουρλιάζουν, ν΄ απειλούν τους ρήτορες», σε αλληλουχία με το «Ύστερα έφυγε με την πληγή στα μάτια / εγκαταλείποντας τέτοιο μέρος φρικτό / που ο πρώτος του εδόθη άπεφθος τρόμος». (Βλ. Κρίτων Αθανασούλης**). Ο κοινωνικός χαρακτήρας της ποίησης παραμένει αναγνωρίσιμος σε όλη την έκταση της συλλογής, αλλά δεν φαλκιδεύει την αρμονική περιέλιξη των υπολοίπων εμπεδώσεων ενός μεικτού, καθόλα ευάρμοστου ύφους. Το επίκαιρο άλγος καθίσταται κοντολογίς η πρωταρχική ύλη και καθοριστική εστία αναφορών του ευθύβολου αυτού ποιητικού λόγου. Δεν θα γινόταν διαφορετικά βέβαια, λαμβάνοντας υπόψιν την όλη πορεία της εν λόγω ποιήτριας, η οποία δεν παύει να αναπνέει εν εγρηγόρσει πάντα. Όμως η τρέχουσα συνισταμένη των παθημάτων, αυτό το συσσωρευμένο άγος, δεν φυλακίζει το πάλλον εγώ σε μια περιοριστική σκηνή δρωμένων, σε μια φυλακή εμμονών και παραστάσεων, αλλά ενεργεί ως εφαλτήριο για την περαιτέρω ρηματική δράση.
Αποφεύγοντας σιωπηρώς πλην επιμελώς και σαφώς τις μιμήσεις πράξεων, οι οποίες τελέστηκαν πανηγυρικά στα προηγούμενα βιβλία της, η ποιήτρια συνεχίζει να εξετάζει συστηματικά και στην παρούσα, ενδέκατη κατά σειρά συλλογή της, νέα πεδία εκφορών και νέες δυνατότητες αποτύπωσης των ποικίλων νοουμένων της. Ανανεώνοντας από βιβλίο σε βιβλίο τη θεματογραφία της, η γραφή είναι φανερό ότι εκ παραλλήλου εξελίσσεται, αναδιπλώνεται και ανατροφοδοτείται ευλόγως. Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου συγκαταλέγεται άλλωστε στους αντιπροσωπευτικότερους δημιουργούς της γενιάς του '70. Το 2008, το ένατο ποιητικό της έργο, με τίτλο Λιμός, που εξέδωσε η Νεφέλη, απέσπασε, ως γνωστόν, το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Η γραφή της έχει διακριθεί προ πολλού τόσο για την προωθημένη λεκτική της ευθύτητα, όσο και την ισχυρή πρόθεση για την πλήρη διερεύνηση των ειδοποιών ποσοτήτων, των συστατικών στοιχείων, των εναντιωματικών δεικτών, αλλά και των κρισίμων ποιοτήτων της εξ αντικειμένου πραγματικότητας. Μάλιστα έχει διατυπωθεί σχετικά προσφάτως και δικαίως η άποψη ότι «θα μπορούσε, αν δεχτούμε ότι υπάρχουν σχέσεις που επιβιώνουν μέσω άλλων, να είναι η εγγονή της Ζωής Καρέλλη, η θυγατέρα της Ελένης Βακαλό και η μικρή αδελφή της Κικής Δημουλά, ωστόσο, επιμένοντας περισσότερο στο ζήτημα των κληρονομικών αποταμιεύσεων, θα έλεγα ότι εμφανέστερες είναι οι συγγένειες του λόγου, της ρητορικής και της τεχνικής της με τις πρωτοπόρες Αμερικανίδες, την παλαιότερη Εμιλι Ντίκινσον και τη νεότερη Σίλβια Πλαθ». (Βλ. Αλέξης Ζήρας, περιοδικό «Διαβάζω», τ. 507, Μάιος 2010). Σωματικός, κυριολεκτικός, σαρκαστικός, υπονομευτικός, όταν χρειάζεται, και πολιτικός ταυτοχρόνως ο λόγος έχει μάθει να επεξεργάζεται με ιδιάζουσα προσοχή και τη δέουσα λεπτότητα υφολογικών χειρισμών το αντικείμενό του.
Αρδεύοντας συνειδητά από το βαθύ πηγάδι της καθημερινότητας ό, τι φρονεί ότι της αρμόζει καλύτερα, η δημιουργική γραφή λειτουργεί, φρονώ, περισσότερο ως πνευματικό στήριγμα του εξομολογητικού υποκειμένου, παρά ως απλός δίαυλος σημείων, ως μονοσήμαντη δηλαδή γέφυρα διεκπεραίωσης των μηνυμάτων. Αν κατά τον Ουάλας Στήβενς η ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά «η ευθυμία της γλώσσας», εδώ τουλάχιστον καλύπτει τις ανάγκες του πολλαπλώς διωκομένου όντος ως αρωγός στοργής, τροφός καλώς συγκερασμένης παραμυθίας και μέσον λυτρωτικής αυτογνωσίας. Στο διπλό μάλιστα ερώτημα ενός άλλου στοχαστικού ποιητή, του Μάριου Μαρκίδη (Βλ. την Ομιλία του στα Πρακτικά του 20ου Συμποσίου Ποίησης, Πανεπιστήμιο Πατρών, σ. 14), ο οποίος σημειωτέον κατέφευγε επίσης στον ανοικτίρμονα σαρκασμό και στην αποστομωτική ειρωνεία, ήτοι: «…σε εποχές τέτοιας βαρβαρότητας στις οποίες μας επέστρεψε η παταγώδης ήττα των ιστορικών προοπτικών, σε εποχές τέτοιας έκπτωσης της αξίας και του περιεχομένου της ανθρώπινης ζωής, δεν είναι ευνόητο ότι ευτελίζονται και οι αισθητικές αξίες, ότι αναξιοπαθεί, ότι αδυνατεί να εκφράσει το ανθρώπινο δράμα, ότι καραγκιοζίζει και η μορφή; Γιατί στ΄ αλήθεια να παραιτείται από την καίρια δοκιμασία της, από εκεί συγκεκριμένα όπου ένα ποίημα εξακολουθεί να είναι γραμμένο σαν ποίημα;» η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου απαντά με σθένος ότι, ως αυθεντική οικοδόμος λόγου, δεν παραιτείται: η ποίηση, αναλαμβάνοντας το πρόσθετο βάρος του ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών με τις συλλογικές αυταπάτες και άλλες ψυχικές εξαρθρώσεις, παραμένει υπόθεση ενός ύστατου Ανθρωπισμού. Από «κούφον χρήμα», που θεωρεί τον ποιητή ο αδέκαστος πλατωνικός Ίων, αναβαθμίζεται εν ολίγοις ακόμη μια φορά στη γραμματολογική εμπειρία σε θεράποντα ερειπίων. Ή φύλακα αυτών για να θυμηθούμε στην προκειμένη περίπτωση τον αείμνηστο ποιητή Αλέξη Τραϊανό.
Βέβαια το τοπίο αυτής της προϊούσας ομαδικής πτώσης, όπου η ύπαρξη προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της, κάποτε ουχί ματαίως, έχει δεινώς αποδοθεί και παλαιότερα από την ίδια δημιουργό. Θυμίζω ενδεικτικά το εξής, το οποίο προλέγει κατά τρόπο σπερματικό και ακριβολόγο ταυτοχρόνως τη σημερινή διάσταση της κατά κύριο λόγο ηθικής - αξιακής κρίσης: «Την τροφή σου, την τροφή σου πού τη σέρνεις; / Εσύ μπορείς να ταφείς εδώ, / Με τις ανόητες τιμές των οικείων σου, / Σαν να 'σουν σ΄ οτιδήποτε χρήσιμος. / Μα η τροφή σου, α, η τροφή θα μείνει άταφη. / Για τόση τροφή χώρος δεν υπάρχει. / άρτων βουνά, εξωτικοί καρποί, γλυκίσματα . / Θα μείνουν στα σκυλιά και στα ποντίκια. / Να δούμε τώρα πώς θ΄ αντέξει η ψυχή σου, / Ατροφική και αποστεωμένη, / Εξόριστου μακρά οδοιπορία, / Κάτεργο πείνας, βούρδουλα λιμού, / Πού θα ΄βρεις, να γλυκάνεις τα χείλη σου, / Ψίχουλο που ούτε το πουλί χορταίνει». (Βλ. «Για την ασιτία», συλλογή: Το κυπαρίσσι των εργατικών, Καστανιώτης, 1995). Σήμερα, στην ενδοχώρα νέων αλληλουχιών, αντιθετικών συμπλεγμάτων και διάσπαρτων αλληγοριών, όπως ακριβώς καταγράφονται στον Τρόμο ως απλή μηχανή, επανέρχεται στον υπερθετικό βαθμό η αγωνία της ύπαρξης να διαφυλάξει τα όσα ιερά και όσια της απέμειναν. Ως θλιβερή προοπτική των ορατών αντιξοοτήτων, τις οποίες συνεπάγονται καθημερινά οι συγκυρίες ενός βαρύτατα αγχωτικού, πένθιμου παρόντος, οι χρήστες της κοινωνικής κυψέλης βλέπουν στο σύνολό τους τον επερχόμενο αφανισμό τους. Το τοπίο είναι εξοντωτικό. Θα μπορούσε μάλιστα να είναι μια ψηφίδα του αρχετυπικού τοπίου μιας ακραίας ελλειμματικής συμπεριφοράς των στελεχών της κοινωνικής κυψέλης. Αναφέρομαι σ΄ ένα πεδίο γενικής Οργής. Εκείνο το τόσο γνώριμο από τον Ιερεμία της Βίβλου, τον Ρεμπώ, τον Γκόγια, τον Στάινμπεκ, τον Μπρεχτ. Η μεταφυσική αποφλοιώνεται, οι πεποιθήσεις αντιστρέφονται κι εδώ πλήρως. Ό, τι ακολουθεί είναι η περίσκεψη του όντος που χάνει το παν. Παραθέτω την ενδεικτική«Σαρακοστή», όπου το ποιητικό υποκείμενο αποκαθηλώνει ως και τη νοσταλγία των ιάσεων: «Ελάτε, φοβεροί κυνηγοί, / Οπλίστε και αποκοιμηθείτε. /Έντρομο θήραμα, σοφή η σφαίρα. / Διαλύονται σαν ξεθαμμένο ρούχο / Πεποιθήσεις και ασφάλιστρα./ Πότε στη Σταύρωση, πότε στη Γέννα/ Το σώμα παρατάει το αίμα του./ Απογοητεύουν εξ ίσου. /Αν τώρα μ’ ένα σφουγγαράκι ξύδι /Γυαλίσουμε τα χρώματα των προσώπων,/ Θα είναι η θρέψη του πανίσχυρου βλέμματος; / Ή οι βιταμίνες μιας ξινής σαλάτας;»
Αν όντως «είναι πιο εύκολο να χάσεις την πίστη σου παρά ένα ζευγάρι γάντια», όπως διατείνεται ο Τσέχωφ, τότε η καταγραφή αυτής της απώλειας παραμένει μια από τις αναφαίρετες αποστολές της Ποίησης. Ό, τι ακριβώς προβάλλει και εμπεδώνει με ιδιαίτερη ένταση εδώ η κειμενική βούληση της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου. Εκεί όπου άλλοτε φύτρωνε το δικαίωμα μιας προσδοκίας ευπρόσωπης ζωής, τώρα σέρνεται το σώμα του επαίτη, του πάμφτωχου, του άστεγου, του άτυχου μετανάστη, του θύματος των ανελέητων εμπρησμών. Το σώμα, ενίοτε ανεπαρκές ή έωλο, πάντως πολύτιμο σκεύος Βίου, αυτή «η βιο – πολιτική πραγματικότητα», όπως διδάσκει ο Μισέλ Φουκώ (βλ. Επιλογή από τα Dits et écrits, εκδόσεις «στιγμή», 2011), σπεύδει να αποδείξει μια ακόμη φορά το εύρος της αντοχής του. Οι μαρτυρίες άγους της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, αυτά τα εκατό ποιήματα – ιστοί παθών, για να το διατυπώσω διαφορετικά, δεν θέλουν να στεγνώσουν μιαν ικμάδα έστω ανάκαμψης. Κι αυτό φαίνεται περισσότερο στο επιμύθιο ορισμένων ποιημάτων, όπως φέρ΄ ειπείν συμβαίνει στο δίσημο επίγραμμα με τίτλο «Τόποι και τόποι»: «Είδα τον Βόσπορο, την Προποντίδα, / Μα πουθενά των εκχριστιανισμό των Σλάβων. / Στους δρόμους, πάντως, ο παλμός μιας ίντριγκας / Ίσως το τσάι, τα μπαχαρικά… / Είδα τον Κορινθιακό, το Ταίναρο,/ Διάφανη πλάκα, θάλασσα θαμμένη,/ Ψάρια μονάχα με το ψαροκόκαλο./ Στα βουνά, όμως, κάποια αλληλεγγύη. Ίσως τα πουλιά, ίσως οι μύθοι…».

Πηγή εδώ 

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ Γ. ΤΣΟΥΠΡΟΥ


Ο λυρισμός στην γωνία λήψης
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Ο τρόμος ως απλή μηχανή,
Πατάκης, Αθήνα, 2012


Ναι, η γωνία λήψης σε αυτό το ενδέκατο βιβλίο ποίησης της βραβευμένης με το αντίστοιχο Κρατικό Βραβείο το 2008 Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου είναι «πιο απροκάλυπτα πολιτική» από ό,τι σε όλα τα προηγούμενα. Ναι, τα ποιήματα εδώ εκδιπλώνονται, λόγω κοινής ως επί το πλείστον αφόρμησης, «σε ισχυρή συνοχή», κάτι που δεν συνέβαινε (απαραίτητα) μέχρι τώρα στις ποιητικές συλλογές της. Αλλά, όχι, ο λυρισμός, ο σκληρός, ο ανελέητος και αυτοκαταστροφικός λυρισμός τής Χριστοδούλου δεν έχει υποχωρήσει ούτε χιλιοστό. Η γλώσσα της δεν είναι (πλην ελαχίστων επιλεγμένων εξαιρέσεων) και ούτε θα γίνει ποτέ (χωρίς αυτό να σημαίνει από μόνο του κάτι θετικό ή αρνητικό) εκείνη της καθημερινής συνομιλίας. Το ύφος της δεν είναι και, πιθανότατα, ούτε θα γίνει ποτέ εξ ολοκλήρου ευανάγνωστο, όπως και το βιοκλίμα τής ποιητικής έκφρασης του θυμικού της δεν θα παρουσιαστεί, αλίμονο, ποτέ ικανοποιημένο ούτε στο ελάχιστο, είτε από τον εαυτό του είτε από τους άλλους.

Και, βέβαια, ως προς το τελευταίο, οι καιροί, εννοείται, δεν είναι διόλου ευνοϊκοί· αντίθετα, ωθούν – όλοι το γνωρίζουμε – προς την πλήρη κατάρρευση. Ως προς τα προηγούμενα δύο στοιχεία, ωστόσο, την γλώσσα και το δημιουργούμενο από αυτήν ύφος, θα περίμενε ίσως κανείς κάτι διαφορετικό, πιο “συμβατό” με την αναμφισβήτητη επικαιρότητα των ποιημάτων. Αλλά η Χριστοδούλου δεν εγκαταλείπει τα εργαλεία της, ούτε αμβλύνει συνειδητά τις ερμητικές γωνίες τής ποίησής της. Απεναντίας, ως γνήσια παιδαγωγός, χρησιμοποιεί, ίσως και ανεπίγνωστα, το θέμα της, τον τρόμο μπροστά στην κρίση, μοιραία οικείο σε όλους, για να εισαγάγει τον υποψήφιο αναγνώστη στον κόσμο της, στον ποιητικό της κόσμο. Και αυτός ο αναγνώστης δεν είναι πια απαραίτητο πως θα ανήκει σε ένα ευάριθμο σύνολο πιστών η εκλεκτών. Οι πολυάριθμες διαδικτυακές κοινότητες που αρπάζουν, καλώς ή κακώς, ό,τι βρίσκουν από όπου το βρίσκουν θα φροντίσουν σχετικά. Διότι αρκετοί από τους στίχους τής Χριστοδούλου μπορούν να λειτουργήσουν ως αποφθέγματα. Στίχοι, επί παραδείγματι, όπως οι ακόλουθοι: «Πού πάνε με λιωμένο σαγόνι/ Οι ευφυείς και οι διπλωματούχοι;», «Ποιος βγάζει από το ψάρι τα σπάραχνα,/ Και φιλάνθρωπα το ξαναρίχνει στο νερό;», «Α, ναυπηγώ τα σκαρί του θανάτου μου», «Τα έγγραφα και τα μητρώα,/ Πτυχία και προγνωστικά,/ Αρχές και θραύσματα αισθημάτων,/ Τα εξιτήρια και οι διαγνώσεις,/ Όλα τα έθνη στην ουρά να εισπράξουνε/ Το επίδομα της ανεργίας», «Χαράματα… τι όμορφη λέξη…/ Αισθάνεσαι και τη ρωγμή και τον κρότο», «Ό,τι θυμάμαι, με βλάπτει./ Ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει εδώ», «Μα δεν βρίσκω τι θα μας κρατήσει γενναίους/ Στον αιώνα που θα ζούμε τυφλά…», «Θέλει ο δρυμός μια ακόμη αιωνιότητα,/ Για να ομολογήσει την απληστία της θλίψης».

Μόνο που η ποίηση δεν εξαντλείται, φυσικά (αν και μπορεί εκεί να συμπυκνώνεται και ως εκ τούτου να κερδίζει αενάως χρόνο ζωής), στα αποφθέγματα. Και το «Εμπράκτως» της ποίησης ακούγεται αναπόφευκτα, διατυπωμένο από μία εκ πείρας σοφή δημιουργό, κάπως έτσι: «Αν ο χρόνος μου είναι η σκέψη,/ Ο τόπος μου είναι το νόημα./ Τα μέσα μου είναι τα φτερά/ Και ασαφής ο σκοπός μου.// Αν ο σκοπός είναι ο χρόνος μου,/ Η σκέψη μου είναι τα φτερά./ Το νόημα είναι τα μέσα μου/ Και ακαθόριστος ο τόπος.// Αν τρέμει το νερό στην πηγή του,/ Το κλάμα εκείνου που διψά δεν ακούγεται./ Κάποιος πέταξε και του ’φερε να πιει,/ Για να ’χει η σκέψη του νόημα».

Αυτός ο «κάποιος» μπορεί να είναι ένας από τους «Γείτονες»: «Πάνω απ’ όλα μ’ ενδιαφέρει/ Αυτός που δεν είμαι εγώ./ Βαρετή μού φαίνεται πλέον/ Η σύνοψις των παθών και των πόθων μου./ Μα, αν κάποιος έχει μες στις κάλτσες του πάγο,/ Ακούω που σπάει με τις πατούσες τα δάκρυα.// Είμαστε μες στου καρυδιού το τσόφλι./ Λιλιπούτειοι, νευρικοί, κουρασμένοι./ Μας πνίγει η κουταμάρα των έργων μας,/ Η συμπίεση των δυνατών ιδεών μας,/ Όλοι μια γειτονιά σεισμοπλήκτων/ Που αφήνει το φεγγάρι αδιάφορο».

Ωστόσο, για να κλείσω αυτήν την σύντομη παρουσίαση, θα επέλεγα, με αυστηρώς προσωπικά κριτήρια, το ποίημα «Ο Δύτης»: «Βρίσκω έναν κόκκο αλήθειας στο απόγευμα./ Έχει τουλάχιστον παραδεχτεί το ανάστημά του./ Πίσω του ώρες υπακοής και αγωνίας./ Σπίτι του πάει με κοντά ποδάρια.// Δεν υπάρχουν εκεί μονάχα αμφιβολίες./ Γέρικο κατοικίδιο η νύχτα./ Γνώριμη μυρωδιά, παλιά παιχνίδια./ Ένα ποτό μπορεί να φέξει στα σπλάχνα/ Μετά την γκρίνια, πριν την οδοντόκρεμα./ Σαν μια τρυπούλα νεροχύτη η άβυσσος,/ Φτύνει τα ψέματά του και βουτά.». 
Σταυρούλα Γ. Τσούπρου 
πηγή εδώ

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Βίντεο σχετικά με τη Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου



Ο Δημήτρης Μαρωνίτης διαβάζει 6 ποιήματα της Δήμητρας Χριστοδούλου



Οι ποιήτριες Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου και Ηρώ Νικοπούλου διαβάζουν ποιήματά τους



 Η Δήμητρα Χ.Χριστοδούλου απαγγέλλει το ποίημά της "Η απλότητα του τρόμου"



Η Δήμητρα Χ.Χριστοδούλου απαγγέλλει το ποίημά της "Όσο βλέπω"




Η Δήμητρα Χ.Χριστοδούλου απαγγέλλει το ποίημά της "Ο πολιούχος"