Από τις χαρακτηριστικές και διακριτές φωνές της γενιάς του ΄70. Γερής
στόφας ποιήτρια, κτίζει από συλλογή σε συλλογή το ιδιόμορφο ποιητικό της
σύμπαν προσπαθώντας να διασώσει μέσα από στέρεα και άκρως θελκτικά
λεκτικά αρχιτεκτονήματα ένα ίχνος ομορφιάς. Η κριτική λανθασμένα θεωρεί
την ποίησή της «φυσιολατρική». Αν και στις πρώτες της συλλογές υπάρχει
έντονη παρουσία του φυσικού στοιχείου, αυτό λειτουργεί μάλλον ως
«σκηνικό» που υπογραμμίζει την απουσία αυθεντικού νοήματος. Οι άνθρωποι
κινούνται, όπως οι μαριονέτες του Κλάιστ, σ΄ ένα αρμονικό και
εκθαμβωτικό στη λάμψη του φυσικό περιβάλλον, το οποίο, ωστόσο,
μεταβάλλεται διαρκώς, παραμένοντας αδιάφορο στις προθέσεις και τις
ανάγκες τους. Η πορεία της στα γράμματα δείχνει ένα πνεύμα που καθώς
αλλάζει και ωριμάζει μες στον χρόνο αποδέχεται με στωικότητα και τόλμη,
αλλά και χιούμορ και αυτοσαρκασμό, την περιχαράκωσή του και την
αδυνατότητα κάποιας ηρωικής εξόδου από αυτήν την πλαστή συνθήκη. Το μόνο
που απομένει είναι η ποιότητα της συγκίνησης και η προσπάθεια να
κρυσταλλωθεί μέσα σε γλώσσα απέριττη και διαυγή, με όσο το δυνατόν
λιγότερες απώλειες. Η ποίηση για τη Χριστοδούλου, σε αντίθεση με τη ζωή,
είναι μαγεία απαλλαγμένη από το ψέμα ότι είναι αλήθεια.
Χάρης Βλαβιανός
ΣΤΙΧΟ-ΜΥΘΙΕΣ
Δήμητρα Χριστοδούλου, Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, Πατάκης 2010
Υπαρξιακό μειδίαμα
Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, ένα ερώτημα χωρίς
ερωτηματικό, μας εισάγει απρόοπτα στη δέκατη συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου
(γ. 1953), τρία χρόνια έπειτα από τον Λιμό που τιμήθηκε με το Κρατικό
Βραβείο Ποίησης.
Το βιβλίο αποτελείται από δύο ενότητες: α) εξήντα
έξι ολιγόστιχα ποιήματα με τον τίτλο «Πώς σώθηκε ο Νάρκισσος» και β) «Η
υπερηφάνεια των κληροδοτών», που απαρτίζεται από σύντομες αφηγήσεις, «πεζόμορφα
ποιήματα», όπως τα χαρακτηρίζει η ίδια.
Συλλαμβάνοντας «την ύπαρξη μας/ ως μια εκδοχή ηρωισμού», παρατάσσεται απέναντι στο σύμπαν και διαλέγεται ψύχραιμα μαζί του. Μέσα στο κλειστοφοβικό περιβάλλον που πλάθει, ένα απέραντο εσωτερικό πεδίο ανοίγεται και καταγράφεται με ποιητική τόλμη και διαύγεια.
Από τη νύχτα, έναστρη ή θεοσκότεινη, στο
μεταφυσικά απογειωμένο οικιακό περιβάλλον και στους δείκτες του εσωτερικού
χρόνου, η ποίηση της Χριστοδούλου, φιλοσοφική στην ουσία της, καταβυθίζεται
στον πυρήνα της ύπαρξης. Δεν παύει όμως να ενυπάρχει στον προβληματισμό της και
μια ιστορική, υπόγεια πολιτική, διάσταση.
Ο θάνατος, η ασθένεια και η μνήμη γίνονται τα
θέματά της˙ σμίλη με την οποία χαράσσουν βαθιές τις γραμμές τους επάνω στο
κειμενικό σώμα η σκέψη, το βλέμμα και ο λόγος. Η εναργής παρατήρηση της
ποιητικής έκφρασης εμπλουτίζεται καταλυτικά από τον διαβρωτικό σαρκασμό και το
ευχάριστο ξάφνιασμα.
Με κατακτημένη πλέον την ακρίβεια, την ωριμότητα
και τη δωρικής αυστηρότητας αισθητική, καλλιεργεί ένα ύφος ψυχρό και νηφάλιο, μια
γλώσσα που είναι συγχρόνως αποστασιοποιημένη αλλά και απόλυτα συμμέτοχη.
Ζωντανό το ιδίωμά της, συνδυάζει με αποτελεσματικό τρόπο στοιχεία από τη λόγια
και την καθομιλουμένη.
Αυτενεργός και αυτεξούσιος ποιητικός οργανισμός,
μας αφήνει τελικά την αίσθηση ότι καθένα από τα ολιγόστιχα ποιήματα θα μπορούσε
και να αποτελεί θραύσμα, σπάραγμα μιας εκτενέστερης αφήγησης. Ο διακειμενικός
διάλογος ενσωματώνεται ως συστατικό στοιχείο της γραφής, επεκτείνεται πέρα και
από την ποίηση, στην επικράτεια ενός μινιμαλιστικού μοντερνισμού που συναντά
τον μαγικό ρεαλισμό.
Εδώ, σε αυτή την «πραγματικότητα», η έκλαμψη
μοιάζει κεκτημένο και όχι ζητούμενο, η ταπεινότητα είναι αλήθεια και όχι
προσωπείο˙ ατίθαση και ακατάβλητη, επίμονα -και επίπονα- χαμογελαστή εν μέσω
απελπισίας, η Χριστοδούλου φτάνει στην τελική της κατάφαση, μιλώντας για το
δράμα της ύπαρξης: να είναι τραγωδία το δράμα αυτό ή μήπως κωμωδία;
Του Γιώργου Βέη
«Ένας
άνθρωπος θα πάλευε όλη του τη ζωή για να μη συρθεί μες στις φλόγες. Αυτό
δεν είναι επαγωγή. Είναι τρόμος. Δηλαδή, με άλλα λόγια, μέρος της
ουσίας της πίστης». Λούντβιχ Βιττγκενστάιν*
Παραθέτω το χαρακτηριστικότερο ίσως
ποίημα από το τελευταίο βιβλίο της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου με τίτλο «Η
απλότητα του τρόμου»:
«Είναι απλό: Δεν σε πεθαίνει ο τρόμος. /
Ο τρόμος μόνο σε ξεγεννάει. / Βγάζει το φίδι απ’ την κοιλιά σου. / Ο
μαιευτήρας σού χαμογελά, / Που ζεις μια τέτοια αιθέρια νύχτα / Είναι
απλό: Ο τρόμος δεν σε ταπεινώνει. / Σε αίρει στο ύψος των περιστάσεων. /
Απλώς πατάς πάνω στον εαυτό σου. / Ο τρόμος δεν επείγεται. Σε
περιμένει. /Μπορείς, σκεπτόμενος, να διαφύγεις./ Απλώς δεν μπορείς να
σκεφτείς./ Στον τρόμο ένα κι ένα κάνουν δύο./ Απλώς δεν βρίσκεις το
πρώτο και το δεύτερο: / Τη στιγμή αυτή ο ένας σε ψάχνει / Κι ο δεύτερος
του φανερώνει τη θέση σου. / Ο τρόμος προνοεί. Είναι ψύχραιμος. /
Εξάλλου ξέρετε κι οι δυο τι θα αξιώσει. / Πίνει ακόμη μια γουλιά απ’ τον
καφέ του / Κι απλώς σηκώνει τα μάτια του πάνω σου. / Είναι απλό: Η φωνή
του αέρα, / Οι ψίθυροι οι σοφοί των ερειπίων, / Το κουρέλι από την
υγρασία που απομένει / Σε κάποια σκιερή γωνιά του πυρετού, / Όλα
γλιστράνε μέσα στο φρεάτιο. /Ο ήλιος βάζει το δάχτυλό του στο τζάμι /
Και κάνεις τη βουτιά. Αυτό ήταν. Θα δεις τώρα / Σε όλη την απλότητά του
τον τρόμο». Η επάρκεια των σημασιολογικών σχηματισμών, οι μελετημένοι
εσωτερικοί ρυθμοί και η δυναμική χρήση του στοιχείου της μεταφοράς
υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, την άρτια ολοκλήρωση του πρωταρχικού
ποιητικού σχεδιασμού. Η στρατηγική του αιφνιδιασμού, σε συνδυασμό
μάλιστα με την ισομερή ανάπτυξη του δεδομένου ποιητικού ζητήματος,
αποδίδει και πάλι καρπούς. Το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό μόρφωμα
διακρίνεται για τόσο για την καθαρότητα του διαβιβαζομένου εννοιολογικού
φορτίου, όσο και την πρωτοτυπία της διάρθρωσής του. Άλλωστε, όπως
υποστήριξε και ο κριτικός λογοτεχνίας Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, αυτό
κατορθώνεται, μεταξύ άλλων, «με λέξεις που έχουν καταλήξει σε ατόφιο
κρύσταλλο ή σε κοφτερό γυαλί, με εικόνες που συνταιριάζουν τα ετερογενή
και τα ανόμοια ψηφία τους δίχως να διαταράσσουν τη βαθύτερη ενότητά τους
(γεγονός το οποίο ενισχύει την αίσθηση του παραλογισμού), με πρόσωπα
που κινούνται ανάμεσα στην ψευδαίσθηση, το όνειρο και το παραμύθι, με
ποιητικές ιστορίες που φτάνουν στο τέρμα έχοντας τινάξει στο αέρα την
αφετηρία τους, όπως και με μιαν υποβλητική εκφορά δωματίου» (Βλ. εφ.
«Ελευθεροτυπία», 31 Ιουλίου 2010).
Το κλίμα ψυχής στον Τρόμο ως απλή μηχανή
παραπέμπει τόσο στις τρέχουσες γνωστές συνισταμένες της περιρρέουσας
ατμόσφαιρας, όσο και στη γενικότερη συνθήκη ζωής, όπως βιώνεται όταν οι
σχέσεις μεταξύ διοικούντων και διοικουμένων παρουσιάζουν εκασταχού
εκάστοτε μείζονα προβλήματα ηθικής τάξης, δικαίου συνύπαρξης,
εξουσιαστικού εκφυλισμού και ραγδαίας ανθρωπιστικής υποτίμησης. Εξ ου
και η ρητή αποκαθήλωση που ακολουθεί: «Δώστε του λίγο χρόνο! Τραυλίζει /
Αλλά πετάνε φλόγες τα μάτια του. / Ή άυπνος είναι ή τρελός / Ή ήτανε
μπροστά και τα είδε όλα. / Μην τον φοβάστε τόσο, μη βιάζεστε! /
Λαχάνιασε, του πήρε ώρα / Να σκαρφαλώσει από την κοιλιά ως τ’ αυτιά σας.
/ Κρόταλα ασύλου, στρίγγλισμα τροχών, / Τι να την κάνεις πια την
ευγλωττία…». Πρόκειται για το ποίημα «Ο ρήτορας», ο οποίος υπενθυμίζει
με τη σειρά του ανάλογα πάθη, ανάλογες αποτιμήσεις κι ανάλογες
διαψεύσεις παλαιοτέρων περιστάσεων του ημετέρου και όχι μόνον συλλογικού
βίου. Παραθέτω τα εξής για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Ο Μέγας
ρήτορας, κοροϊδευτής, στο βήμα, / βρήκε την κρύπτη του θεριού, έτσι τους
δήλωσε. / Όλοι φέραν το χέρι ξαφνικά / οπλισμένο στο μέρος της καρδιάς
τους, / αλλά κείνος τους έγνεψε μη, / πριν γεννηθεί ο θηριοκλάστης. /
Τότε οι πολίτες ένιωσαν βαρειά / τη μοίρα που γέννησε ο λόγος / κ΄
έπεσαν μπρούμυτα κι άρχισαν να περπατούν / με χέρια και με πόδια, / να
ουρλιάζουν, ν΄ απειλούν τους ρήτορες», σε αλληλουχία με το «Ύστερα έφυγε
με την πληγή στα μάτια / εγκαταλείποντας τέτοιο μέρος φρικτό / που ο
πρώτος του εδόθη άπεφθος τρόμος». (Βλ. Κρίτων Αθανασούλης**). Ο
κοινωνικός χαρακτήρας της ποίησης παραμένει αναγνωρίσιμος σε όλη την
έκταση της συλλογής, αλλά δεν φαλκιδεύει την αρμονική περιέλιξη των
υπολοίπων εμπεδώσεων ενός μεικτού, καθόλα ευάρμοστου ύφους. Το επίκαιρο
άλγος καθίσταται κοντολογίς η πρωταρχική ύλη και καθοριστική εστία
αναφορών του ευθύβολου αυτού ποιητικού λόγου. Δεν θα γινόταν διαφορετικά
βέβαια, λαμβάνοντας υπόψιν την όλη πορεία της εν λόγω ποιήτριας, η
οποία δεν παύει να αναπνέει εν εγρηγόρσει πάντα. Όμως η τρέχουσα
συνισταμένη των παθημάτων, αυτό το συσσωρευμένο άγος, δεν φυλακίζει το
πάλλον εγώ σε μια περιοριστική σκηνή δρωμένων, σε μια φυλακή εμμονών και
παραστάσεων, αλλά ενεργεί ως εφαλτήριο για την περαιτέρω ρηματική
δράση.
Αποφεύγοντας σιωπηρώς πλην επιμελώς και
σαφώς τις μιμήσεις πράξεων, οι οποίες τελέστηκαν πανηγυρικά στα
προηγούμενα βιβλία της, η ποιήτρια συνεχίζει να εξετάζει συστηματικά και
στην παρούσα, ενδέκατη κατά σειρά συλλογή της, νέα πεδία εκφορών και
νέες δυνατότητες αποτύπωσης των ποικίλων νοουμένων της. Ανανεώνοντας από
βιβλίο σε βιβλίο τη θεματογραφία της, η γραφή είναι φανερό ότι εκ
παραλλήλου εξελίσσεται, αναδιπλώνεται και ανατροφοδοτείται ευλόγως. Η
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου συγκαταλέγεται άλλωστε στους
αντιπροσωπευτικότερους δημιουργούς της γενιάς του '70. Το 2008, το ένατο
ποιητικό της έργο, με τίτλο Λιμός, που εξέδωσε η Νεφέλη, απέσπασε, ως
γνωστόν, το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Η γραφή της έχει διακριθεί προ
πολλού τόσο για την προωθημένη λεκτική της ευθύτητα, όσο και την ισχυρή
πρόθεση για την πλήρη διερεύνηση των ειδοποιών ποσοτήτων, των συστατικών
στοιχείων, των εναντιωματικών δεικτών, αλλά και των κρισίμων ποιοτήτων
της εξ αντικειμένου πραγματικότητας. Μάλιστα έχει διατυπωθεί σχετικά
προσφάτως και δικαίως η άποψη ότι «θα μπορούσε, αν δεχτούμε ότι υπάρχουν
σχέσεις που επιβιώνουν μέσω άλλων, να είναι η εγγονή της Ζωής Καρέλλη, η
θυγατέρα της Ελένης Βακαλό και η μικρή αδελφή της Κικής Δημουλά,
ωστόσο, επιμένοντας περισσότερο στο ζήτημα των κληρονομικών
αποταμιεύσεων, θα έλεγα ότι εμφανέστερες είναι οι συγγένειες του λόγου,
της ρητορικής και της τεχνικής της με τις πρωτοπόρες Αμερικανίδες, την
παλαιότερη Εμιλι Ντίκινσον και τη νεότερη Σίλβια Πλαθ». (Βλ. Αλέξης
Ζήρας, περιοδικό «Διαβάζω», τ. 507, Μάιος 2010). Σωματικός,
κυριολεκτικός, σαρκαστικός, υπονομευτικός, όταν χρειάζεται, και
πολιτικός ταυτοχρόνως ο λόγος έχει μάθει να επεξεργάζεται με ιδιάζουσα
προσοχή και τη δέουσα λεπτότητα υφολογικών χειρισμών το αντικείμενό του.
Αρδεύοντας συνειδητά από το βαθύ πηγάδι
της καθημερινότητας ό, τι φρονεί ότι της αρμόζει καλύτερα, η δημιουργική
γραφή λειτουργεί, φρονώ, περισσότερο ως πνευματικό στήριγμα του
εξομολογητικού υποκειμένου, παρά ως απλός δίαυλος σημείων, ως
μονοσήμαντη δηλαδή γέφυρα διεκπεραίωσης των μηνυμάτων. Αν κατά τον
Ουάλας Στήβενς η ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά «η ευθυμία της
γλώσσας», εδώ τουλάχιστον καλύπτει τις ανάγκες του πολλαπλώς διωκομένου
όντος ως αρωγός στοργής, τροφός καλώς συγκερασμένης παραμυθίας και μέσον
λυτρωτικής αυτογνωσίας. Στο διπλό μάλιστα ερώτημα ενός άλλου
στοχαστικού ποιητή, του Μάριου Μαρκίδη (Βλ. την Ομιλία του στα Πρακτικά
του 20ου Συμποσίου Ποίησης, Πανεπιστήμιο Πατρών, σ. 14), ο οποίος
σημειωτέον κατέφευγε επίσης στον ανοικτίρμονα σαρκασμό και στην
αποστομωτική ειρωνεία, ήτοι: «…σε εποχές τέτοιας βαρβαρότητας στις
οποίες μας επέστρεψε η παταγώδης ήττα των ιστορικών προοπτικών, σε
εποχές τέτοιας έκπτωσης της αξίας και του περιεχομένου της ανθρώπινης
ζωής, δεν είναι ευνόητο ότι ευτελίζονται και οι αισθητικές αξίες, ότι
αναξιοπαθεί, ότι αδυνατεί να εκφράσει το ανθρώπινο δράμα, ότι
καραγκιοζίζει και η μορφή; Γιατί στ΄ αλήθεια να παραιτείται από την
καίρια δοκιμασία της, από εκεί συγκεκριμένα όπου ένα ποίημα εξακολουθεί
να είναι γραμμένο σαν ποίημα;» η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου απαντά με
σθένος ότι, ως αυθεντική οικοδόμος λόγου, δεν παραιτείται: η ποίηση,
αναλαμβάνοντας το πρόσθετο βάρος του ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών με
τις συλλογικές αυταπάτες και άλλες ψυχικές εξαρθρώσεις, παραμένει
υπόθεση ενός ύστατου Ανθρωπισμού. Από «κούφον χρήμα», που θεωρεί τον
ποιητή ο αδέκαστος πλατωνικός Ίων, αναβαθμίζεται εν ολίγοις ακόμη μια
φορά στη γραμματολογική εμπειρία σε θεράποντα ερειπίων. Ή φύλακα αυτών
για να θυμηθούμε στην προκειμένη περίπτωση τον αείμνηστο ποιητή Αλέξη
Τραϊανό.
Βέβαια το τοπίο αυτής της προϊούσας
ομαδικής πτώσης, όπου η ύπαρξη προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της, κάποτε
ουχί ματαίως, έχει δεινώς αποδοθεί και παλαιότερα από την ίδια
δημιουργό. Θυμίζω ενδεικτικά το εξής, το οποίο προλέγει κατά τρόπο
σπερματικό και ακριβολόγο ταυτοχρόνως τη σημερινή διάσταση της κατά
κύριο λόγο ηθικής - αξιακής κρίσης: «Την τροφή σου, την τροφή σου πού τη
σέρνεις; / Εσύ μπορείς να ταφείς εδώ, / Με τις ανόητες τιμές των
οικείων σου, / Σαν να 'σουν σ΄ οτιδήποτε χρήσιμος. / Μα η τροφή σου, α, η
τροφή θα μείνει άταφη. / Για τόση τροφή χώρος δεν υπάρχει. / άρτων
βουνά, εξωτικοί καρποί, γλυκίσματα . / Θα μείνουν στα σκυλιά και στα
ποντίκια. / Να δούμε τώρα πώς θ΄ αντέξει η ψυχή σου, / Ατροφική και
αποστεωμένη, / Εξόριστου μακρά οδοιπορία, / Κάτεργο πείνας, βούρδουλα
λιμού, / Πού θα ΄βρεις, να γλυκάνεις τα χείλη σου, / Ψίχουλο που ούτε το
πουλί χορταίνει». (Βλ. «Για την ασιτία», συλλογή: Το κυπαρίσσι των
εργατικών, Καστανιώτης, 1995). Σήμερα, στην ενδοχώρα νέων αλληλουχιών,
αντιθετικών συμπλεγμάτων και διάσπαρτων αλληγοριών, όπως ακριβώς
καταγράφονται στον Τρόμο ως απλή μηχανή, επανέρχεται στον υπερθετικό
βαθμό η αγωνία της ύπαρξης να διαφυλάξει τα όσα ιερά και όσια της
απέμειναν. Ως θλιβερή προοπτική των ορατών αντιξοοτήτων, τις οποίες
συνεπάγονται καθημερινά οι συγκυρίες ενός βαρύτατα αγχωτικού, πένθιμου
παρόντος, οι χρήστες της κοινωνικής κυψέλης βλέπουν στο σύνολό τους τον
επερχόμενο αφανισμό τους. Το τοπίο είναι εξοντωτικό. Θα μπορούσε μάλιστα
να είναι μια ψηφίδα του αρχετυπικού τοπίου μιας ακραίας ελλειμματικής
συμπεριφοράς των στελεχών της κοινωνικής κυψέλης. Αναφέρομαι σ΄ ένα
πεδίο γενικής Οργής. Εκείνο το τόσο γνώριμο από τον Ιερεμία της Βίβλου,
τον Ρεμπώ, τον Γκόγια, τον Στάινμπεκ, τον Μπρεχτ. Η μεταφυσική
αποφλοιώνεται, οι πεποιθήσεις αντιστρέφονται κι εδώ πλήρως. Ό, τι
ακολουθεί είναι η περίσκεψη του όντος που χάνει το παν. Παραθέτω την
ενδεικτική«Σαρακοστή», όπου το ποιητικό υποκείμενο αποκαθηλώνει ως και
τη νοσταλγία των ιάσεων: «Ελάτε, φοβεροί κυνηγοί, / Οπλίστε και
αποκοιμηθείτε. /Έντρομο θήραμα, σοφή η σφαίρα. / Διαλύονται σαν
ξεθαμμένο ρούχο / Πεποιθήσεις και ασφάλιστρα./ Πότε στη Σταύρωση, πότε
στη Γέννα/ Το σώμα παρατάει το αίμα του./ Απογοητεύουν εξ ίσου. /Αν τώρα
μ’ ένα σφουγγαράκι ξύδι /Γυαλίσουμε τα χρώματα των προσώπων,/ Θα είναι η
θρέψη του πανίσχυρου βλέμματος; / Ή οι βιταμίνες μιας ξινής σαλάτας;»
Αν όντως «είναι πιο εύκολο να χάσεις την
πίστη σου παρά ένα ζευγάρι γάντια», όπως διατείνεται ο Τσέχωφ, τότε η
καταγραφή αυτής της απώλειας παραμένει μια από τις αναφαίρετες αποστολές
της Ποίησης. Ό, τι ακριβώς προβάλλει και εμπεδώνει με ιδιαίτερη ένταση
εδώ η κειμενική βούληση της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου. Εκεί όπου άλλοτε
φύτρωνε το δικαίωμα μιας προσδοκίας ευπρόσωπης ζωής, τώρα σέρνεται το
σώμα του επαίτη, του πάμφτωχου, του άστεγου, του άτυχου μετανάστη, του
θύματος των ανελέητων εμπρησμών. Το σώμα, ενίοτε ανεπαρκές ή έωλο,
πάντως πολύτιμο σκεύος Βίου, αυτή «η βιο – πολιτική πραγματικότητα»,
όπως διδάσκει ο Μισέλ Φουκώ (βλ. Επιλογή από τα Dits et écrits, εκδόσεις
«στιγμή», 2011), σπεύδει να αποδείξει μια ακόμη φορά το εύρος της
αντοχής του. Οι μαρτυρίες άγους της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, αυτά τα
εκατό ποιήματα – ιστοί παθών, για να το διατυπώσω διαφορετικά, δεν
θέλουν να στεγνώσουν μιαν ικμάδα έστω ανάκαμψης. Κι αυτό φαίνεται
περισσότερο στο επιμύθιο ορισμένων ποιημάτων, όπως φέρ΄ ειπείν συμβαίνει
στο δίσημο επίγραμμα με τίτλο «Τόποι και τόποι»: «Είδα τον Βόσπορο, την
Προποντίδα, / Μα πουθενά των εκχριστιανισμό των Σλάβων. / Στους
δρόμους, πάντως, ο παλμός μιας ίντριγκας / Ίσως το τσάι, τα μπαχαρικά… /
Είδα τον Κορινθιακό, το Ταίναρο,/ Διάφανη πλάκα, θάλασσα θαμμένη,/
Ψάρια μονάχα με το ψαροκόκαλο./ Στα βουνά, όμως, κάποια αλληλεγγύη. Ίσως
τα πουλιά, ίσως οι μύθοι…».
Πηγή εδώ
πηγή εδώ
Πηγή εδώ
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ Γ. ΤΣΟΥΠΡΟΥ
Ο λυρισμός στην γωνία λήψης
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Ο τρόμος ως απλή μηχανή,
Πατάκης, Αθήνα, 2012
Πατάκης, Αθήνα, 2012
Ναι, η γωνία λήψης σε αυτό το ενδέκατο βιβλίο ποίησης
της βραβευμένης με το αντίστοιχο Κρατικό Βραβείο το 2008 Δήμητρας Χ.
Χριστοδούλου είναι «πιο απροκάλυπτα πολιτική» από ό,τι σε όλα τα
προηγούμενα. Ναι, τα ποιήματα εδώ εκδιπλώνονται, λόγω κοινής ως επί το
πλείστον αφόρμησης, «σε ισχυρή συνοχή», κάτι που δεν συνέβαινε
(απαραίτητα) μέχρι τώρα στις ποιητικές συλλογές της. Αλλά, όχι, ο
λυρισμός, ο σκληρός, ο ανελέητος και αυτοκαταστροφικός λυρισμός τής
Χριστοδούλου δεν έχει υποχωρήσει ούτε χιλιοστό. Η γλώσσα της δεν είναι
(πλην ελαχίστων επιλεγμένων εξαιρέσεων) και ούτε θα γίνει ποτέ (χωρίς
αυτό να σημαίνει από μόνο του κάτι θετικό ή αρνητικό) εκείνη της
καθημερινής συνομιλίας. Το ύφος της δεν είναι και, πιθανότατα, ούτε θα
γίνει ποτέ εξ ολοκλήρου ευανάγνωστο, όπως και το βιοκλίμα τής ποιητικής
έκφρασης του θυμικού της δεν θα παρουσιαστεί, αλίμονο, ποτέ
ικανοποιημένο ούτε στο ελάχιστο, είτε από τον εαυτό του είτε από τους
άλλους.
Και, βέβαια, ως προς το τελευταίο, οι καιροί, εννοείται, δεν είναι διόλου ευνοϊκοί· αντίθετα, ωθούν – όλοι το γνωρίζουμε – προς την πλήρη κατάρρευση. Ως προς τα προηγούμενα δύο στοιχεία, ωστόσο, την γλώσσα και το δημιουργούμενο από αυτήν ύφος, θα περίμενε ίσως κανείς κάτι διαφορετικό, πιο “συμβατό” με την αναμφισβήτητη επικαιρότητα των ποιημάτων. Αλλά η Χριστοδούλου δεν εγκαταλείπει τα εργαλεία της, ούτε αμβλύνει συνειδητά τις ερμητικές γωνίες τής ποίησής της. Απεναντίας, ως γνήσια παιδαγωγός, χρησιμοποιεί, ίσως και ανεπίγνωστα, το θέμα της, τον τρόμο μπροστά στην κρίση, μοιραία οικείο σε όλους, για να εισαγάγει τον υποψήφιο αναγνώστη στον κόσμο της, στον ποιητικό της κόσμο. Και αυτός ο αναγνώστης δεν είναι πια απαραίτητο πως θα ανήκει σε ένα ευάριθμο σύνολο πιστών η εκλεκτών. Οι πολυάριθμες διαδικτυακές κοινότητες που αρπάζουν, καλώς ή κακώς, ό,τι βρίσκουν από όπου το βρίσκουν θα φροντίσουν σχετικά. Διότι αρκετοί από τους στίχους τής Χριστοδούλου μπορούν να λειτουργήσουν ως αποφθέγματα. Στίχοι, επί παραδείγματι, όπως οι ακόλουθοι: «Πού πάνε με λιωμένο σαγόνι/ Οι ευφυείς και οι διπλωματούχοι;», «Ποιος βγάζει από το ψάρι τα σπάραχνα,/ Και φιλάνθρωπα το ξαναρίχνει στο νερό;», «Α, ναυπηγώ τα σκαρί του θανάτου μου», «Τα έγγραφα και τα μητρώα,/ Πτυχία και προγνωστικά,/ Αρχές και θραύσματα αισθημάτων,/ Τα εξιτήρια και οι διαγνώσεις,/ Όλα τα έθνη στην ουρά να εισπράξουνε/ Το επίδομα της ανεργίας», «Χαράματα… τι όμορφη λέξη…/ Αισθάνεσαι και τη ρωγμή και τον κρότο», «Ό,τι θυμάμαι, με βλάπτει./ Ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει εδώ», «Μα δεν βρίσκω τι θα μας κρατήσει γενναίους/ Στον αιώνα που θα ζούμε τυφλά…», «Θέλει ο δρυμός μια ακόμη αιωνιότητα,/ Για να ομολογήσει την απληστία της θλίψης».
Μόνο που η ποίηση δεν εξαντλείται, φυσικά (αν και μπορεί εκεί να συμπυκνώνεται και ως εκ τούτου να κερδίζει αενάως χρόνο ζωής), στα αποφθέγματα. Και το «Εμπράκτως» της ποίησης ακούγεται αναπόφευκτα, διατυπωμένο από μία εκ πείρας σοφή δημιουργό, κάπως έτσι: «Αν ο χρόνος μου είναι η σκέψη,/ Ο τόπος μου είναι το νόημα./ Τα μέσα μου είναι τα φτερά/ Και ασαφής ο σκοπός μου.// Αν ο σκοπός είναι ο χρόνος μου,/ Η σκέψη μου είναι τα φτερά./ Το νόημα είναι τα μέσα μου/ Και ακαθόριστος ο τόπος.// Αν τρέμει το νερό στην πηγή του,/ Το κλάμα εκείνου που διψά δεν ακούγεται./ Κάποιος πέταξε και του ’φερε να πιει,/ Για να ’χει η σκέψη του νόημα».
Αυτός ο «κάποιος» μπορεί να είναι ένας από τους «Γείτονες»: «Πάνω απ’ όλα μ’ ενδιαφέρει/ Αυτός που δεν είμαι εγώ./ Βαρετή μού φαίνεται πλέον/ Η σύνοψις των παθών και των πόθων μου./ Μα, αν κάποιος έχει μες στις κάλτσες του πάγο,/ Ακούω που σπάει με τις πατούσες τα δάκρυα.// Είμαστε μες στου καρυδιού το τσόφλι./ Λιλιπούτειοι, νευρικοί, κουρασμένοι./ Μας πνίγει η κουταμάρα των έργων μας,/ Η συμπίεση των δυνατών ιδεών μας,/ Όλοι μια γειτονιά σεισμοπλήκτων/ Που αφήνει το φεγγάρι αδιάφορο».
Ωστόσο, για να κλείσω αυτήν την σύντομη παρουσίαση, θα επέλεγα, με αυστηρώς προσωπικά κριτήρια, το ποίημα «Ο Δύτης»: «Βρίσκω έναν κόκκο αλήθειας στο απόγευμα./ Έχει τουλάχιστον παραδεχτεί το ανάστημά του./ Πίσω του ώρες υπακοής και αγωνίας./ Σπίτι του πάει με κοντά ποδάρια.// Δεν υπάρχουν εκεί μονάχα αμφιβολίες./ Γέρικο κατοικίδιο η νύχτα./ Γνώριμη μυρωδιά, παλιά παιχνίδια./ Ένα ποτό μπορεί να φέξει στα σπλάχνα/ Μετά την γκρίνια, πριν την οδοντόκρεμα./ Σαν μια τρυπούλα νεροχύτη η άβυσσος,/ Φτύνει τα ψέματά του και βουτά.».
Σταυρούλα Γ. Τσούπρου Και, βέβαια, ως προς το τελευταίο, οι καιροί, εννοείται, δεν είναι διόλου ευνοϊκοί· αντίθετα, ωθούν – όλοι το γνωρίζουμε – προς την πλήρη κατάρρευση. Ως προς τα προηγούμενα δύο στοιχεία, ωστόσο, την γλώσσα και το δημιουργούμενο από αυτήν ύφος, θα περίμενε ίσως κανείς κάτι διαφορετικό, πιο “συμβατό” με την αναμφισβήτητη επικαιρότητα των ποιημάτων. Αλλά η Χριστοδούλου δεν εγκαταλείπει τα εργαλεία της, ούτε αμβλύνει συνειδητά τις ερμητικές γωνίες τής ποίησής της. Απεναντίας, ως γνήσια παιδαγωγός, χρησιμοποιεί, ίσως και ανεπίγνωστα, το θέμα της, τον τρόμο μπροστά στην κρίση, μοιραία οικείο σε όλους, για να εισαγάγει τον υποψήφιο αναγνώστη στον κόσμο της, στον ποιητικό της κόσμο. Και αυτός ο αναγνώστης δεν είναι πια απαραίτητο πως θα ανήκει σε ένα ευάριθμο σύνολο πιστών η εκλεκτών. Οι πολυάριθμες διαδικτυακές κοινότητες που αρπάζουν, καλώς ή κακώς, ό,τι βρίσκουν από όπου το βρίσκουν θα φροντίσουν σχετικά. Διότι αρκετοί από τους στίχους τής Χριστοδούλου μπορούν να λειτουργήσουν ως αποφθέγματα. Στίχοι, επί παραδείγματι, όπως οι ακόλουθοι: «Πού πάνε με λιωμένο σαγόνι/ Οι ευφυείς και οι διπλωματούχοι;», «Ποιος βγάζει από το ψάρι τα σπάραχνα,/ Και φιλάνθρωπα το ξαναρίχνει στο νερό;», «Α, ναυπηγώ τα σκαρί του θανάτου μου», «Τα έγγραφα και τα μητρώα,/ Πτυχία και προγνωστικά,/ Αρχές και θραύσματα αισθημάτων,/ Τα εξιτήρια και οι διαγνώσεις,/ Όλα τα έθνη στην ουρά να εισπράξουνε/ Το επίδομα της ανεργίας», «Χαράματα… τι όμορφη λέξη…/ Αισθάνεσαι και τη ρωγμή και τον κρότο», «Ό,τι θυμάμαι, με βλάπτει./ Ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει εδώ», «Μα δεν βρίσκω τι θα μας κρατήσει γενναίους/ Στον αιώνα που θα ζούμε τυφλά…», «Θέλει ο δρυμός μια ακόμη αιωνιότητα,/ Για να ομολογήσει την απληστία της θλίψης».
Μόνο που η ποίηση δεν εξαντλείται, φυσικά (αν και μπορεί εκεί να συμπυκνώνεται και ως εκ τούτου να κερδίζει αενάως χρόνο ζωής), στα αποφθέγματα. Και το «Εμπράκτως» της ποίησης ακούγεται αναπόφευκτα, διατυπωμένο από μία εκ πείρας σοφή δημιουργό, κάπως έτσι: «Αν ο χρόνος μου είναι η σκέψη,/ Ο τόπος μου είναι το νόημα./ Τα μέσα μου είναι τα φτερά/ Και ασαφής ο σκοπός μου.// Αν ο σκοπός είναι ο χρόνος μου,/ Η σκέψη μου είναι τα φτερά./ Το νόημα είναι τα μέσα μου/ Και ακαθόριστος ο τόπος.// Αν τρέμει το νερό στην πηγή του,/ Το κλάμα εκείνου που διψά δεν ακούγεται./ Κάποιος πέταξε και του ’φερε να πιει,/ Για να ’χει η σκέψη του νόημα».
Αυτός ο «κάποιος» μπορεί να είναι ένας από τους «Γείτονες»: «Πάνω απ’ όλα μ’ ενδιαφέρει/ Αυτός που δεν είμαι εγώ./ Βαρετή μού φαίνεται πλέον/ Η σύνοψις των παθών και των πόθων μου./ Μα, αν κάποιος έχει μες στις κάλτσες του πάγο,/ Ακούω που σπάει με τις πατούσες τα δάκρυα.// Είμαστε μες στου καρυδιού το τσόφλι./ Λιλιπούτειοι, νευρικοί, κουρασμένοι./ Μας πνίγει η κουταμάρα των έργων μας,/ Η συμπίεση των δυνατών ιδεών μας,/ Όλοι μια γειτονιά σεισμοπλήκτων/ Που αφήνει το φεγγάρι αδιάφορο».
Ωστόσο, για να κλείσω αυτήν την σύντομη παρουσίαση, θα επέλεγα, με αυστηρώς προσωπικά κριτήρια, το ποίημα «Ο Δύτης»: «Βρίσκω έναν κόκκο αλήθειας στο απόγευμα./ Έχει τουλάχιστον παραδεχτεί το ανάστημά του./ Πίσω του ώρες υπακοής και αγωνίας./ Σπίτι του πάει με κοντά ποδάρια.// Δεν υπάρχουν εκεί μονάχα αμφιβολίες./ Γέρικο κατοικίδιο η νύχτα./ Γνώριμη μυρωδιά, παλιά παιχνίδια./ Ένα ποτό μπορεί να φέξει στα σπλάχνα/ Μετά την γκρίνια, πριν την οδοντόκρεμα./ Σαν μια τρυπούλα νεροχύτη η άβυσσος,/ Φτύνει τα ψέματά του και βουτά.».
πηγή εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου